μωρολόγημα

μωρολόγημα
το , μωρολογία η болтовня, пустословие, вздор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μωρολόγημα" в других словарях:

  • μωρολόγημα — το (Α μωρολόγημα) [μωρολογώ] μωρός, ανόητος λόγος, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • μωρολογημάτων — μωρολόγημα sillytale neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρολογία — η ανόητη κουβέντα, μωρολόγημα: Η συνεδρίαση συνεχίστηκε με μωρολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»